ἀβάφτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάφτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβάφτιστος ἐπίθ. ἀβάπτιστος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀβάπτιστους Μακεδ. ἀβάφτιστος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) ἀβάφτιστους Ἤπ. Μακεδ. κ.ἀ. ἀβάφτ’στους Λέσβ. Μακεδ. (Βογατσ.) ἀάφτιστος Κάρπ. ἀδάφτιστος Μεγίστ. Νίσυρ. Σύμ. ἀγιˬάφτιστος Σίφν. ἀβάφκιστε Τσακων. ἀβάπτιγος Πόντ. (Σάντ.) ἀβάφτιγος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀβάφτ’γους Ἤπ. Σάμ. κ.ἀ. ἀβάφτιος Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀβάπτιστος δηλοῦντος μὲν τὸν μὴ βυθισθέντα ἢ βαπτισθέντα ἐν ὑγρῷ, προσλαβόντος δὲ ἀπὸ τῶν Χριστιανικῶν χρόνων τὴν σημ., ἣν ἔχει σήμερον. Οἱ τύπ. ἀβάπτιστος καὶ ἀβάπτιγος μετὰ τοῦ συμφωνικοῦ συμπλέγματος πτ λέγονται κατ’ ἐπίδρασιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσης.
Σημασιολογία
1)Ὁ μὴ βαπτισθεὶς συμφώνως πρὸς τὸ δόγμα καὶ τὴν τυπικὴν διάταξιν τῆς ἐκκλησίας διὰ τριττῆς καταδύσεως καὶ ἀναδύσεως εἰς τὸ ὕδωρ τῆς κολυμβήθρας ἐν τῷ ὀνόματι τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.:Τὸ παιδὶ εἶναι ἀβάφτιστο. Τό’ χει ἀκόμη ἀβάφτιγο τὸ μωρὸ ἀβάφτιγο ἔν’ ἀκόμηνο (ἀκόμη) Ὄφ. Τὸ μιτσούλλι ἐπενᾶτζε ἀβάφκιστε (τὸ μικρὸν ἀπέθανεν ἀβάπτιστον) Τσακων.|| Παροιμ. φρ. Ἀάφτιστο παιὶ κλαψοῦρες ἔχει (ταύτην λέγει ὁ θέλων νὰ προτρέψῃ τινὰ νὰ βαπτίσῃ τὸ παιδί του) Κάρπ.|| Γνωμ. Ἀβάφτιστον κόκκαλον ’ς τὸν παράδεισον ’κὶ πάγει (ὅτι ὁ ἀλλόθρησκος καὶ μάλιστα ὁ Τοῦρκος, ὅσον καὶ ἂν εἶναι ἀγαθός, δὲν θὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸν παράδεισον, ὅπως ἐννοεῖται οὗτος κατὰ τὴν Χριστιανικὴν διδασκαλίαν) Οἰν. Ἀβάφτιστον ἄνθρωπον μουρτάρτς ἔν’ (ὁ ἀβάφτιστος ἄνθρωπος εἶναι ἀκάθαρτος καὶ μιαρός. Ἐπὶ ἀλλόθρησκου καὶ κυρίως τοῦ Μωαμεθανοῦ) Τραπ.|| ᾎσμ. Γιˬατ’ εἶν’ Τοῦρκους ἀβάφτιστους κ’ ἰσύ’ σι βαφτισμένους Μακεδ. β)Ἄπιστος, ἀσεβής, κυρίως ἐπὶ Μωαμεθανοῦ σύνηθ.: Εἶν’ ἀβάφτιστος, δὲν πιστεύει τίποτα. Τί περιμένεις ἀπ’ αὐτόν, εἶν’ ἀβάφτιστος, ἀμύρωτος! 2)Μεταφ. σκληρός, ἄδικος, κακὸς σύνηθ.: Εἶνι ἀβάφτιστους, δὲν ἔ’ λᾴδ’ ἀπάνου του Ἤπ. Τὸν παρακαλέσαμε νὰ κάνῃ μιˬὰ βοήθε͜ια γιˬὰ τὴν ὀρφανὴ κιˬ αὐτουνοῦ ἡ ψυχὴ δὲ ράγισε, γιˬατ’ εἶν᾿ ἀβάφτιστος Σῦρ. Τέλε͜ια ἀβάφτιστος! Κύπρ. Βρὲ ἀβάφτιστε! (ὑβριστικῶς) Πελοπν. (Λακων.) Οὑ ἀβάφτ᾿γους! Ἤπ. Συνών. ἀλᾴδωτος. 3)Φιλάργυρος Σῦρ.: Εἶν’ ἀβάφτιστος, πεντάρα δὲ τοῦ παίρνεις ἀπ᾿ τὰ χέριˬα του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA