ἀγγιχτὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγιχτὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀγγιχτὰ ἐπίρρ. ἀμάρτ. ᾿γγιχτὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγγιχτός.
Σημασιολογία
Μετὰ ἐπαφῆς:Φρ. Παίζουμι ᾿γγιχτὰ (λέγεται ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν πεντοβόλων, ὅτε ἐπιτρέπεται νὰ ἐγγίζουν καὶ ἄλλο πεντόβολον ἐκτὸς ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ὀφείλουν ἑκάστοτε νὰ λάβουν). Ἀντίθ. ἄγγιχτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA