ἄγγιχτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγγιχτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄγγιχτα ἐπίρρ. Ἀθῆν. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνέγγιχτα Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Παξ. κ.ἀ. ἀνέγγια Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἄγγιχτος. Ὁ τύπ. ἀνέγγια ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ἀνέγγιγα ἀποβληθέντος τοῦγ μεταξὺ φων.

Σημασιολογία

Μετὰ ἐπαφῆς:Φρ. Παίζουμι ᾿γγιχτὰ (λέγεται ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν πεντοβόλων, ὅτε ἐπιτρέπεται νὰ ἐγγίζουν καὶ ἄλλο πεντόβολον ἐκτὸς ἐκείνου, τὸ ὁποῖον ὀφείλουν ἑκάστοτε νὰ λάβουν). Ἀντίθ. ἄγγιχτα.

Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων

1)Ἄνευ ἁφῆς, ἄνευ προσψαύσεως Στερελλ. (Αἰτωλ.):Φρ. Παίζουμι ἄγγιχτα (λέγεται ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν πεντοβόλων, καθ᾿ ἢν δὲν ἐπιτρέπεται νὰ ἐγγίσουν ἄλλο πεντόβολον πλὴν ἐκείνου, ὅπερ ὀφείλουν ἑκάστοτε νὰ πιάσουν) Ἀντίθ. ἀγγιχτά. 2)Ἄνευ ζημίας ἢ φθορᾶς τινὸς ἔνθ᾿ ἀν.:Τὰ πῆγα ἄγγιχτα τὰ πράγματα Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/