ἀββελίρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀββελίρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀββελίρω Ζάκ. – ΔΓουζέλ. Χάσ. 38.
Ετυμολογία
Ἰταλ. avvilire=ἐξευτιλίζω, ταπεινῶ, ἀποθαρρύνω.
Σημασιολογία
Μετβ. ἀποθαρρύνω τινὰ, προξενῶ σύγχυσιν καὶ ταραχὴν εἴς τινα: ᾎσμ. Εὐθὺς εὐθὺς δὲν ἅρπαξα ἀφ’ τὸ σκοινὶ τὸ κρίας καὶ δὲν τοὺς ἀββελίρισα καλοὺς κακοὺς μὲ μίας; ΔΓουζέλ. ἔνθ’ἀν. Ἀμτβ. ἀποθαρρύνομαι, ἀποκαρδιοῦμαι, ἀθυμῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA