ἀγκαλίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαλίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκαλίτσα ἡ, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) – ΑΠαπαδιαμ. Τὰ ρόδιν ἀκρογιάλ. 12.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀγκάλη.
Σημασιολογία
1)Ἡ ἀγκάλη Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.):Ἔλα ᾿δῶ ᾿ς τ᾿ν ἀγκαλίτσα μ᾿ Ζαγόρ. || ᾎσμ. Δὲν εἶν᾿ ψυχή, δὲν εἶν᾿ καρδιˬά, δὲν εἶναι τὸ κεφάλι, μόν᾿ εἶν᾿ ἀγούρου φίλημα, ἀγούρου ἀγκαλίτσα Ἤπ. Συνών. *ἀγκαλόπουλλο, ἀγκαλούδα 1, ἀγκαλούδι, ἀγκαλούλλα. 2)Μικρὸς κολπίσκος θαλάσσης. «Ἐπλησίασα εἰς τὴν μικρὰν ἀγκαλίτσαν τοῦ γιαλοῦ, ἐπήδησα ἔξω κ᾿ ἔδεσα τὸ σχοινὶ τῆς πλῴρης εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ βράχου» ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA