ἀββιζαριστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀββιζαριστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀββιζαριστὴς ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ἀββιζαρίστρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀββιζάρω.

Σημασιολογία

Ὁ δίδων συμβουλάς: Τὸν ἀββιζαριστὴ κάνει κ’ εὐτός, ἀφοῦ δέν ἠξέρει εἶdα τοῦ ’ίνεται.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/