ἀγγουροκόφτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγουροκόφτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγγουροκόφτης ὁ, ἀγν. τόπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγγούρι καὶ κόφτης.

Σημασιολογία

Παράσιτον ἔντομον τῶν λαχανικῶν, ἰδίως τῶν κολοκυνθωδῶν, διαιτώμενον ἐν τῇ γῇ καὶ τρῶγον τὰς ρίζας τοῦ φυτοῦ, γρυλλασπάλαξ ὁ κοινὸς (gryllotalpa vulgaris) τῆς τάξεως τῶν ὀρθοπτέρων. Συνών. ἀγγουροφάγος 2, κολοκυθᾶς, κολοκυθοκόφτης, κρομμυδοφάγος, πρᾀσάγγουρας, πρασοσκώληκο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/