ἀβγάτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγάτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγάτα ἡ, Στερελλ. (Ἀκαρναν.) Πληθ. ἀβγάτες οἱ, Ἀθῆν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀβγατίζω. Περὶ τοῦ ἐκ ρ. σχηματισμοῦ ὀν. ἀφῃρημένων παροξυτόνων εἰς –α πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1.76.

Σημασιολογία

1)Ἡ αὔξησις ποιμνίου διὰ τῆς ἑκάστοτε προσθήκης τῶν γόνων Στερελλ. (Ἀκαρναν.): Πόσ’ ἀβγάτα ἔχ’ τι αὐτὰ τὰ τρία χρόνια; 2)Πληθ. παιδιά, καθ’ ἣν οἱ παῖκται ὑπερπηδοῦν ἕνα ἐξ αὐτῶν διὰ κλήρου ὁριζόμενον καὶ κύπτοντα, ἐνῷ τὸ ὕψος τοῦ κύπτοντος εἴτε ἡ ἀπόστασις, ἀφ’ἦς τὸ ἄλμα, ἀβγατίζει, δηλ. αὐξάνει καθ’ ὡρισμένον μέτρον τρίς. Ὁ άποτυγχάνων καταδικάζεται νὰ κὺψῃ ἀντὶ τοῦ πρώτου καὶ οὕτω καθ’ ἑξῆς. Ἀθῆν. Συνών. ἀβγατιστὴς 2, ἀβγατιστὴ (δι’ ὃ ἰδ. ἀβγάτιστος 1 δ, ἀβδελλίτσα 2, ἄγγελος-ἀρχάγγελος, ἐλα͜ιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/