ἀβγατένω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγατένω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀβγατένω Ζάκ. Κεφαλλ. Μέγαρ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεγαλόπ. Πάτρ.) κ.ἀ.-ΓΜελισσιώτ. Θυμιούλ. 30 ἀβγατένου Ἤπ. Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. ’βγατένω Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀβγατίζω μετασχηματισθὲν κατὰ τὸ συνών. πληθένω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,294. κἑξ.

Σημασιολογία

Α)Ἀμτβ. 1)Αὐξάνομαι, πληθύνομαι Μέγαρ. Παξ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μάν. Πάτρ.) κ.ἀ. -ΓΜελισσιώτ. ἔνθ’ἀν.: Ἀβγατένει τὸ νερὸ Καλάβρυτ. Ὅταν κυνηγᾷς τοὶς ἐλα͜ιὲς ἀβγατένουνε (δηλ. γίνονται πολλαί, ὅταν ἐπιμελῆσαι τῆς συχνῆς συγκομιδῆς) Παξ.|| Ποίημ. Κάθε μέρα ποῦ περνᾷ οἱ πίκρες μ’ ἀβγατένουν ΓΜελισσιώτ. ἔνθ’ἀν. 2)Προκόπτω, προοδεύω Ζάκ. Κεφαλλ. κ.ἀ.: Παροιμ. φρ. Δούλευε νὰ ζῇς καὶ κλέφτε ν’ ἀβγατένῃς (ὅτι διὰ μὲν τῆς ἐντίμου ἐργασίας μόνον τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀναγκαῖα δύναταί τις νὰ πορίζεται, διὰ δὲ τῶν κλοπῶν καὶ ἁρπαγῶν καὶ νὰ συναγάγῃ πλοῦτον) Κεφαλλ. Β)Μετβ. 1)Αὐξάνω, πολλαπλασιάζω Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πελοπν. (Μάν. Μεγαλόπ.) κ.ἀ.: Χριστὸς ἀφέντ’ς νὰ τ’ ἀβγατέν’ κὶ νὰ τὰ πληθέν’! (εὐχὴ ἐπαίτου) Ἀδριανούπ. 2)Συνδέω δύο ἀντικείμενα πρὸς αὔξησιν τοῦ μήκους Ἤπ.: Ἀβγατένουν δυˬὸ τριχιˬὲς κὶ ρίχτουν τού γ’βᾶ (κουβᾶ). Πβ. ἀβγατίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/