ἀγγουροφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγουροφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγγουροφάγος ὁ, Ἀθῆν. Κυκλ. κ.ἀ. ἀγγουροφάς Ἀθῆν. Κυκλ. κ.ἀ. ἀgουροφάς Ἴμβρ. Σάμ. Θηλ. ἀγγουροφαγοῦ Κυκλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγούρι καὶ τοῦ -φάγος, ὃ ἐκ τοῦ ἔφαγα ἀορ. τοῦ ρ. τρώγω.

Σημασιολογία

1)Ὁ τρώγων κατὰ κόρον σικυοὺς Ἀθην. Κυκλ. 2)Σκώληξ τις κατατρώγων τὴν ρίζαν τῆς σικύας, τοῦ φυτοῦ ἀγγουρεˬᾶς Σάμ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγουροκόφτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/