ἀβγατίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγατίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγατίδι τὸ, Ἀθῆν. Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) κ.ἀ. ἀβγατίδ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀβγατίζω διὰ τῆς πραγωγικῆς καταλ. -ίδι κατὰ τὰ πολλὰ ἐξ οὐσιαστικῶν παράγωγα. Πβ. τὰ ὅμοια πριονίζω-πριονίδι, σκουπίζω-σκουπίδι κττ.

Σημασιολογία

1)Πρόσθετον τεμάχιον ὑφάσματος, διὰ τοῦ ὁποίου συμπληροῦται ἢ προσαυξάνεται τὸ ἔνδυμα Ἀθῆν. Πελοπν. (Σουδεν. Τρίκκ.) Στερελλ. (Εὐρυταν.) κ.ἀ.: Τὸ σκουτὶ ἔχει ἕνα ἀβγατίδι Σουδεν. Θὰ βάλω ἕνα ἀβγατίδι ’ς τὸ ροῦχο, γιˬατὶ ἐκόντυνε αὐτόθ. Ὅλο ἀβγατίδιˬα εἶναι τὸ φόρεμα Ἀθῆν. Συνών. ἀβγάτισμα 1β, ἀβγατούδι. β)Πληθ. μικροὶ πρόσθετοι πλόκαμοι ὑπὸ τῶν γυναικῶν εἰς τοὺς φυσικοὺς προστιθέμενοι διὰ νὰ αὐξηθῇ τὸ μῆκος αὐτῶν ἀφιεμένων ἐλευθέρων πρὸς τὴν ὀσφὺν Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/