ἀγγουρωτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγουρωτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγουρωτὸς ἐπίθ. Κυκλ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγγούρι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ωτὸς ἤδη μεσν. Πβ. Κωδιν. Περὶ ὀφφικ. 38,9 (ἔκδ. Βόνν.) «ἐπὶ κεφαλῆς δὲ Περσικὸν φόρεμα ἀγγουρωτὸν ὀνομαζόμενον».
Σημασιολογία
1)Ἀλύγιστος, δύσκαμπτος Κυκλ. κ.ἀ.:Φρ. Ἀγγουρωτὸς εἶν᾿ αὐτός! (ἐπὶ τοῦ στύοντος) Κυκλ. 2)Μεταφ. ἀγροῖκος τοὺς τρόπους, ἄξεστος Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) β)Ἀνεπιτήδειος, ἀνίκανος πρὸς ἐργασίαν Πόντ. (Τραπ.) γ)Μωρός, ἀνόητος Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.):Φρ. Ἀγγουρωτὸς καὶ ξαγγουρωτὸς (ἐπὶ τοῦ λέγοντος λόγους ἀσυναρτήτους) Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA