ἀγγρισμὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγρισμὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγγρισμὸς ὁ, ἀμάρτ. ἀgρισμὸς Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀγγρίζω.

Σημασιολογία

Ἡ πρὸς ὀχείαν ὁρμή, συνήθως ἐπὶ ζῴου. Συνών. ἄγγρισμα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/