ἀβγατιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγατιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀβγατιστὴς ὁ, Εὔβ. (Χαλκ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -Λεξ. Ἐλευθερουδ. (λ. αὐγατιστὴς) ἀβγατ᾿στὴς Σάμ. κ.ἀ. Θηλ. ἀβγατίστρα ΑΠαπαδιαμ. Χριστούγ. Τεμπέλη 59.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀβγατίζω.

Σημασιολογία

1)Παιδιὰ ἅλματος, καθ᾿ ἣν οἱ παῖκται πηδοῦν ἀπὸ τινος ἀφετηρίας τρία πηδήματα, νικητὴς δὲ κρίνεται ὁ πηδήσας μακρότερον τῶν ἄλλων Σάμ. κ.ἀ. 2)Παιδιά, ἡ αὐτὴ πρὸς τὴν ἀβγάτα 2, ἣν ἰδ. Εὔβ. (Χαλκ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Μέγαρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. 3)Παιδιά, ἡ αὐτὴ πρὸς τὸ ἀβγάτισμα 3, ὃ ἰδ. Λεξ. Ἐλευθερουδ. 4)Θηλ. ἀβγατίστρα, γυνή, ἥτις προσαυξάνει τὸν στήμονα τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ, ὅταν τὸ νῆμα δὲν ἀρκῇ ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ἀν. Πβ. ἀβγατιστός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/