ἀβγάτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγάτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβγάτιστος ἐπίθ. Θήρ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἢ ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ᾿βγατίζω (ἰδ. ἀβγατίζω) ἢ ἐκ τοῦ ἀβγατιστὸς ἀναβιβασθέντος τοῦ τόνου καὶ νομισθέντος τοῦ ἀρκτικοῦ α ὡς στερητ. Πβ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. Ἐπετ. Πανεπ. 9 (1912/3) 50.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ πολλαπλασιαζόμενος, ἐπὶ τροφῶν μὴ αὐξανομένων ἐν τῇ βράσει κατὰ ποσότητα: Μανέστρα ἀβγάτιστη. Ρύζι ἀβγάτιστο. Ἀντίθ. ἀβγατερός, ἀβγατιστερός, πληθερός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/