ἀγκαρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκαρώνω ἀμάρτ. ἀγκαρ-ρών-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀγκαροῦμαι.
Σημασιολογία
1)Κάμνω τινὰ νὰ γίνῃ ἔχθρὸς μὲ ἄλλον, διαβάλλω, καταρρᾳδιουργῶ. 2)Μέσ. εἶμαι δυσαρεστημένος κατά τινος, ἐχθρεύομαι:Μὲ τὸν καβκᾶν ἀγκαρ-ρώθησαν. Ἔει ταιρὸν ποῦ ᾿ν᾿ ἀγκαρ-ρωμένοι. ᾿Ὲν τοῦ συντυχάν-νω, εἶμαι ἀγκαρ-ρωμένος μιτά του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA