ἀγδίκα͜ιωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγδίκα͜ιωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγδίκα͜ιωτος ἐπίθ. Πεόπν. (Μάν.) ἀβδίκα͜ιωτος Πελοπν. (Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. ᾿γδικα͜ιώνω, παρ᾿ ὃ καὶ ᾿βδικα͜ιώνω, δι᾿ ἃ ἰδ. ἐγδικα͜ιώνω. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α στ. 582 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) Πβ. καὶ μεσν. ἀγδίκητος Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ Ἀφηγήσεις στ. 42 (ἔκδ. Wagner σ. 80) «καὶ προτιμήθη θάνατον, ἔκρινε ν᾿ ἀποθάνῃ, | παροῦ ν᾿ ἀφήσῃ ἀγδίκητον τὸν θάνατον τοῦ φίλου».

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος, ὑπὲρ τοῦ ὁποίου δὲν ἐλήφθη ἐκδίκησις διὰ τὸ εἰς αὐτὸν γενόμενον ἀδίκημα, ἢ ὁ μὴ λαβὼν ὑπὲρ ἑαυτοῦ ἐκδίκησιν:ᾌσμ, Κ᾿ ἦταν ἀκόμη ἀγδίκα͜ιωτος, | γιˬατὶ ἦταν τὰ παιδιˬὰ μικρὰ κ᾿ ἐγὼ τὰ χαϊδανάστενα | νὰ μεγαλώσουν γλήγορα νὰ πάρουνε τὸ δίκα͜ιο τους, | τὸ δίκα͜ιο τοῦ πατέρα τους, ὅπου τὸν ἐσκοτώσασι | ἄδικα καὶ παράλογα (μοιρολ.) Μάν. Τὸ αἷμα μου ἀβδίκα͜ιωτο ᾿ς τὸν Τοῦρκο νὰ μὴ μνέσκῃ Λακων. Πβ. ἀδίκα͜ιωτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/