ἄγειρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄγειρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄγειρτος ἐπίθ. Ἤπ. Παξ. κ.ἀ. ἄγειρτε Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γέρνω.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ γερμένος, ὁ μὴ κεκαμμένος, ἄκαμπτος Παξ. Τσακων.:Κυπαρίσσι ἄγειρτο Παξ. || Φρ. Τζουφὰ ἄγειρτε (τζουφὰ=κεφαλή. Ἐπὶ τοῦ ἰσχυρογνώμονος) Τσακων. Συνών. φρ. κεφάλι ἀγύριστο. 2)Ὁ ἀγύριστος, ὁπόθεν δὲν ἐπιστρέφει τις, ἐπὶ τόπου Ἤπ.:ᾎσμ. Ἦρθες σὲ τόπο ἄγειρτο, σὲ τόπο ᾿ραχνιˬασμένο, χωρίζουν μάννες τὰ παιδιˬὰ καὶ τὰ παιδιˬὰ τοὶς μάννες. Συνών. ἀγύριστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/