ἀβγόγαλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγόγαλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀβγόγαλα τό, ᾠβάγαλαν Πόντ. (Χαλδ.) ᾠβγόγαλαν Πόντ. (Τραπ.) ἀβγόγαλα Κυκλ. ᾠβόγαλον Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ γάλα. Διὰ τὸν τύπ. ᾠβόγαλον πβ. τὰ ὅμοια ξινόγαλο, ρυζόγαλο κττ.

Σημασιολογία

1)Ρόφημα ἐκ κρόκου ᾠοῦ διακινουμένου ἐντὸς ποτηρίου μετὰ ζαχάρεως μέχρι ἐλαφρᾶς πήξεως καἰ εἶτα ἀναμειγνυομένου μετὰ θερμοῦ γάλακτος Κυκλ. Συνών. ντεκόττο, χτυπητὸ ἀβγό. 2)Ρόφημα ἐκ γάλακτος, εἰς τὸ ὁποῖον βράζονται μέχρι τοῦ βαθμοῦ ἐλαφρᾶς πηξεως τὸ λεύκωμα καὶ ὁ κρόκος ᾠοῦ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Ἐποίκα ἕναν ᾠβγόγαλαν καὶ ἔπιγα γιˬὰ ν᾿ ἀνοίεται ἡ λαλία μ᾿ (ἔκαμα ἕνα ᾠβγ. καὶ ἔπια διὰ νὰ ἀνοίξῃ ἡ φωνή μου) Τραπ. Συνών. ἀβγογαλιˬὰ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/