ἀβγοζούμι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγοζούμι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγοζούμι τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.) ἀβγοζούμ᾿ Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.) ἀβγόζουμο Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ ζουμί. Περὶ τοῦ παρασχηματισμοῦ τοῦ τύπ. ἀβγόζουμο πβ. ἀποζούμι-ἀπόζουμο, ἀποπαίδι-ἀπόπαιδο κττ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,179 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Ἔμβαμμα πρὸς ἄρτυσιν φαγητοῦ παρασκευαζόμενον ἐξ ᾠῶν καὶ χυμοῦ λεμονίου ἀναδευομένων ἱκανὴν ὥραν πρὸς πλήρη ἀνάμειξιν Ἤπ. (Πρέβ. κ.ἀ.): Παροιμ. Ὄχι ἀβγό, μόν᾿ ἀβγοζούμ᾿ (ἐπὶ τῶν τὰ αὐτὰ μὲν περίπου λεγόντων, ἀλλά παρανοούντων ἀλλήλους ἢ ἐπίτηδες ἢ ἐξ ἐσφαλμένης ἀντιλήψεως καὶ διὰ τοῦτο μὴ συμφωνουντων) Ἤπ. Συνών. ἀβγολέμονο I. 2)Ζωμὸς ἠρτυμένος δι᾿ ἐμβάμματος ἐξ ᾠῶν καὶ χυμοῦ λεμονίου Κεφαλλ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/