ἀβγοζύγης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοζύγης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀβγοζύγης ὁ, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Τεγ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τοῦ ρ. ζυγίζω.
Σημασιολογία
1)Ὁ ζυγίζων ἢ διαπερῶν τὸ ᾠὸν διὰ κρίκου ἔχοντος ὡρισμένην διάμετρον πρὸς ἀκριβῆ καθορισμὸν τοῦ μεγέθους, ἵνα ἀναλόγως τούτου καθορίσῃ καὶ τὴν ἐμπορικὴν ἀξίαν του, λίαν ἄρα ἀκριβόλογος εἰς τὰ ἐμπορικὰς ἀπαιτήσεις του, ὁ ἐπιδιώκων καὶ τὸ ἐλάχιστον κέρδος Πελοπν. (Ἀρκάδ.) β)Μεταφ. ὁ σφόδρα φειδωλός, γλίσχρος καὶ φιλάργυρος Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Συνών. ἀβγοζήμιωτος. 2)Ὁ ἐν γνώσει ἐλλιποβαρῶς ζυγίζων διὰ νὰ προσπορισθῇ ἀθέμιτον κέρδος Πελοπν. (Τεγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA