ἀγελαδεˬὰς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγελαδεˬὰς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀγελαδεˬὰς ὁ, ἀμάρτ. ᾿γιλαδεˬὰς Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγελάδα ἢ ἀγελάδι.
Σημασιολογία
Ἄνθρωπος ἀγροῖκος, ἄξεστος εἰς τοὺς τρόπους τῆς συμπεριφορᾶς: Σοῦ ᾿νι ἕνας ᾿γιλαδεˬάς! Ἔπισι ᾿ς τοὺ φαεῖ οὑ ᾿γιλαδεˬὰς κὶ δὲν ἄφ᾿κι τίπουτα! Οὑ ᾿γιλαδ εˬὰς τ᾿ κιαρατᾶ μ᾿ χάλασι τ᾿ ἀμπέ᾿!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA