ἀγελάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγελάρις

Τύπος

Παραλλαγή

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγελάρις ὁ, Βιθυν. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ἀγελάρ᾿ς Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) ἀγιλάρ᾿ς Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν. Μάδυτ. κ.ἀ.) Μακεδ. ἀγγελάρις Πελοπν. (Λακων.) Θηλ. ἀγελαρῖνα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀγελάριος.

Σημασιολογία

Ποιμὴν βοῶν ἀδιακρίτως γένους, βουκόλος ἔνθ᾿ ἀν.:Εἶνι γραμμένου τ᾿ ἀγιλάρ᾿ ἡ θυγατέρα νὰ πάρ᾿ βασ᾿λόπ᾿λου κὶ νὰ ζήσ᾿ βασι᾿κὰ κὶ τ᾿ βασιλὲ ἡ θυγατέρα εἶνι γραμμένου νὰ πάρ᾿ ἀγιλάρ᾿ (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. || Παροιμ. Κακιˬώθ᾿κε ὁ ἀγελάρ᾿ς, τὴν ἔκοψε, θάρρεψε ᾿τὶ ἤλα κάν᾿ τὴ χώρα κακὸ (ἐθύμωσε ὁ ἀγελάρις, τὴν ἔσφαξε τὴν ἀγελάδα, ἐνόμισεν ὅτι ἤθελε προξενήσει κακὸν εἰς τοὺς ἄλλους. Ἐπὶ ἀνθρώπου, ὅστις θέλων νὰ ἐκδικηθῇ ἄλλον βλάπτει ἑαυτὸν) Θρᾴκ. Ἄλλα λέ᾿ ὁ ἀγελάρ᾿ς κι ἄλλα ἡ ἀγελάδα (ἐπὶ τοῦ ἀναγκαζομένου νὰ ὑποκύψῃ εἰς τὴν θέλησιν τῶν ἄλλων ὡς ἡ ἀγελάδα καίπερ ἐπιθυμοῦσα νὰ βόσκῃ ὅπου θέλει ἀναγκάζεται νὰ μεταβῇ ὅπου τὴν ὁδηγεῖ ὁ βουκόλος) Σαρεκκλ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγελαδάρις 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/