ἀγεμάτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγεμάτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγεμάτιστος ἐπίθ. Λεξ. Περίδ. ἀγιομάτιστος Κύπρ. ἀγιμάτ᾿στους Θρᾴκ. ( Ἀδριανούπ.) ἀγιουμάτ᾿στους Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) Μακεδ. Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γεματιστὸς<γεματίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ γευματίσας, ἄγευστος ἔνθ᾿ ἀν.:Εἶμι ἀγιουμάτ᾿στους ἀκόμα Αἰτωλ. Ἰωάνν. Ἀγιουμάτ᾿στους κἀνένας δὲ μπορεῖ νὰ κάν᾿ δ᾿λε͜ιὰ Αἰτωλ. Συνών. ἀγέματος, ἄγευτος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/