ἀγέμωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγέμωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγέμωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀΐμωτος Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γεμωτὸς< γεμώνω. Τὸ ἀΐμωτος ἐκ τοῦ ἀγίμωτος ἀποβληθέντος τοῦ γ μεταξὺ φων.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ πληρωθείς, κενός: Μπαρδάκιν-ν-ἀΐμωτον. Φεgάριν-ν-ἀΐμωτον (σελήνη μὴ πλήρης). Συνών. ἀγέμιστος 1, ἄδε͜ιος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/