ἀγένητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγένητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγένητος ἐπίθ. Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἀγέν᾿τους Μακεδ. Σάμ. ἄγι᾿τους Μακεδ. (Βελβ.) ἀγένετος Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγένητος Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγένητος=ὁ μὴ λαβὼν ἀρχήν, ὁ μὴ γενόμενος. Τὸ ἀγένηστος διὰ τὸν ἀόρ. ἐγίνησα=ἔγινα.

Σημασιολογία

1)Μικρὸς, ἀσήμαντος Κυκλ. (Θήρ. κ.ἀ.):Ἀγένητο πρᾶμα Θήρ. 2)Ὁ μὴ προκόψας οἰκονομικῶς, ὁ μὴ πλουτήσας, πτωχὸς Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.):Ἀγένετος ἔν᾿, δουλεύ᾿ δουλεύ᾿ κι ἀπάν᾿ ἀτ᾿ ᾿τὶ παίρ᾿ (διαρκῶς ἐργάζεται καὶ δὲν δύναται νὰ ἀνακύψῃ ἐκ τῆς πενίας) Ὄφ. 3)Ὁ μὴ ὡριμάσας, ἄωρος Πόντ. (Κερασ. Οἰν.):Ἀγένετον ἀπίδιν-μῆλον Κερασ. Συνών. ἄγινος, ἀγίνωτος, ἄγουρος, ἄφτασστος, ἀντίθ. γινωμένος. 4)Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν ἀναγκαίαν ζύμωσιν, ἐπὶ ἄρτου Μακεδ. (Βελβ. Θεσσαλον.):Ἀγένητο ψωμὶ Θεσσαλον.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/