ἀγέννητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγέννητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγέννητος ἐπίθ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Κεφαλλ. Κυκλ. Κῶς Παξ. Πελοπν. (Λακων.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀγέννετος Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγένν᾿τος Μύκ. ἀγέ᾿τους Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Λέσβ. Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀέννητος Ἰκαρ. Σύμ. κ.ἀ. ἀγέννατε Τσακων. ἀιγέννατε Τσακων. ἀγέννουτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀγέννιγος Εὔβ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀγέννητος. Ὁ τύπ. ἀγέννουτους ἐκ παρασχετισμοῦ πρὸς τὸ ἀγένουτους, περὶ οὗ ἰδ. ἀγίνωτος.
Σημασιολογία
1)Παθ. ὁ μὴ γεννηθεὶς ἢ ὁ μήπω γεννηθεὶς Εὔβ. Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Ἰκαρ. Κυκλ. Λέσβ. Μακεδ. Παξ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Τσακων. κ.ἀ.:Ὁ Θεὸς ἔν᾿ ἀγέννετος Κοτύωρ. Τόσο ἄτυχος εἶναι ποῦ καλύτερα νὰ ᾿μενε ἀγέννητος Ἑρμούπ. Ὅταν ἔκαμα τὰ σπίτιˬα, εἶχα ἀγέννητο τὸ παιδί μου Ἤπ. Τότι ἤμ᾿ναν ἀγέννουτους ἰγὼ Αἰτωλ. Ἔμα ἀγέννατε, ὅταν ἐγεννάε ὁ βασιλῆα νάμου (ἤμην ἀγέννητος, ὅταν ἐγεννήθη ὁ βασιλεὺς ἡμῶν) Τσακων.|| Φρ. Ἀγέννητος διˬάβολος (δηλ. διάβολος, ὅμοιος τοῦ ὁποίου δὲν ἐγεννήθη. Ἐπὶ πονηροῦ καὶ ρᾳδιούργου ἀνθρώπου ἢ ζωηροῦ καὶ ἀτάκτου παιδίου) Κυκλ. Γιˬατρὸς ἄβρετος καὶ ἀγέννητος (σπουδαῖος, ἀπαράμιλλος) Λακων. Νὰ φκε͜ιάσερε τὸν ἀγέννατε! (νὰ γεννήσῃς υἱόν, ὅμοιος τοῦ ὁποίου δὲν ἔχει ἀκόμη γεννηθῇ, ἤτοι νὰ γεννήσῃς ἕνα ἥρωα. Εὐχὴ πρὸς ἔγκυον γυναῖκα) Τσακων. Ἔγ᾿ θὰ φκε͜ιάσῃ τὸν ἀγέννατε!:(θὰ γεννήσῃ τὸν ἀγέννητον! Εἰρων. ἐπὶ γυναικὸς στείρας) αὐτόθ. || ᾎσμ. Κάλλιο νὰ μὴ γεννε͜ιώμουνα, ἀγέννητος νὰ μείνω, παρὰ ποῦ ἐγεννήθηκα κι ὅλο φαρμάκια πίνω Ἑρμούπ. Συνών. ἄγεννος 2. β)Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ γεννηθῇ Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.):Γνωμ. Ἡ μάννα ἔν᾿ ἀγέννετος καὶ μίαν γενισκᾶται (ἅπαξ γεννᾶται. Ἡ φυσικὴ μήτηρ δὲν δύναται νὰ ἀναπληρωθῇ ὑπὸ τῆς μητρυιᾶς). γ)Ὁ μὴ ἀνατείλας, ἐπὶ τοῦ ἡλίου Λέσβ.:Ἡ--ἥλιους ἦταν ἀκόμα ἀγένντους. Συνών. ἀβάρετος (II) 2β. 2)Οὐσ., ὁ διάβολος (ἐκ τῆς ἀνωτ. 1 φρ. ἀγέννητος διˬάβολος κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ.) Κυκλ. Κῶς κ.ἀ.:Φρ. Ἔχει τὸν ἀγέννητο μέσα του (ἐπὶ ἀνθρώπου κακοῦ χαρακτῆρος) Κυκλ. Ἄ ᾿ς τὸν ἀγέννητο! (ἀρὰ) αὐτόθ. Συνών. φρ. ἄ ᾿ς τὸ διˬάβολο! β)Πανοῦργος, εὐφυής, ἱκανὸς (ἡ μεταφ. ἐκ τῆς φρ. ἀγέννητος διˬάβολος. Ἰδ. ἀνωτ. 1)Σύμ. γ)Τὸ οὐδ. οὐσ., τὸ αἴσχιστον κακὸν (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. κακό. Ἡ φρ. τὸ ἀγέννητο κακὸ ἐσχηματίσθη κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ ἀγέννητος διˬάβολος) Κεφαλλ. :Φρ. Βγαίνει τὸ ἀγέννητο μέσαθέ του (λέγει τὰ αἴσχιστα). 3)Ἐνεργ. ὁ μήπω γεννήσας Θεσσ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Χαλκιδ. κ.ἀ.) Μύκ. Παξ. Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.:Ἀγέ᾿τη γυναῖκα Θεσσ. Δαμαλίδα ἀγέ᾿τ᾿ Χαλκιδ. Ἀγένν᾿το ζωdανὸ Μύκ. Ἀγέννετον χτῆνον (ἀγελὰς) Χαλδ. κ.ἀ. Ἀρνάδα ἀγέννητη Παξ. Πρατῖνα ἀγέ᾿τ᾿ Αἰτωλ. Κρεὰς ἀποὺ ἀγέ᾿του εἶνι καλύτιρου ἀποὺ σιρκὸ αὐτόθ. || ᾎσμ. Πουλεῖ ᾿γιλάδιˬα ἀγέννητα, ᾿γιλάδιˬα γιννημένα Αἶν. Συνών. ἄγεννος 1. β)Ὁ μὴ ἀποκτήσας τέκνα Πόντ. (Ὄφ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA