ἀγκίστρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκίστρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκίστρι τό, κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ.) ἀγκίστρ᾿ βόρ. ἰδιώμ. ἀgίστρι σύνηθ. ἀgίτιι Σαμοθρ. ἀντζίστρι Ἄνδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. (Κύμ.) Μεγίστ. Τσακων. ἀντίστριν Κύπρ. ἀτζίστρι Μέγαρ. ἀτζίστρ᾿ Λέσβ. ἀγκίιν Πόντ. (Οἰν.) ἀγκίι Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) ἀγκί᾿ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀγκίζ᾿ Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀγκίστριον.
Σημασιολογία
1)Ἄγκιστρον. α)Ἁλιευτικὸν ἔνθ᾿ ἀν.:Ρίχνω τ᾿ ἀgίστρι- ψαρεύω μὲ τ᾿ ἀgίστρι- σηκώνω τ᾿ ἀgίστρι σύνηθ. Ἐπῆε ᾿ς σὰ ψάρ γιˬὰ νὰ ψαρεύ᾿ μὲ τ᾿ ἀγκίι Ὄφ. ᾿Κ᾿ ηὗρα τ᾿ ἀγκίι ν᾿ ἀγκιεύω Οἰν. Ἐκαρφῶθεν τ᾿ ὀψάρ᾿ ᾿ς σ᾿ ἀγκί᾿ Τραπ. || Φρ. Ταγίζω τ᾿ ἀγκίστρι (προσαρτῶ τὸ δόλωμα) Αἰτωλ. Τσιμπῶ τ᾿ ἀγκίστρι (περιτρώγω τὸ δόλωμα, ἐπὶ ἰχθύων) πολλαχ. Πιˬάνω ᾿ς τ᾿ ἀγκίστρι (καὶ μεταφ. σαγηνεύω). Μουστάκι σὰν ἀγκίστρι κοιν. Καρφώνομαι ᾿ς σ᾿ ἀγκί᾿ (κυριολ. καὶ μεταφ.) Τραπ. Ἀγκίστρι δὲν πιˬάνει ἀπάνω του (ἐπὶ ρακενδύτου) πολλαχ. Ἡ δουλε͜ιὰ ἐγίνην ἀντζίστρι (περιεπλάκη, ἀπέτυχε) Μεγίστ. Ποῦ θὰ μοῦ πάς, θὰ σὲ πιˬάσω ᾿ς τ᾿ ἀγκίστρι μου Πελοπν. κ.ἀ. Θὰ ρίξω τ᾿ ἀγκίστρι μου κιˬ ὅ,τι πιˬάσῃ (ἐπὶ ἐπιχειρήσεων ἀβεβαίων) Ἀρκαδ. Αὐτὸ τὸ σπίτι ἔχει ἀγκίστρι (ὅταν τις εὐκόλως συνάπτῃ σχέσεις πρὸς τοὺς ἐν αὐτῷ) Ἀρκάδ. Νὰ κλωστῇς καὶ νὰ ᾿ινῇς ἀντίστριν (νὰ καμφθῇς ὑπὸ τῶν ἀλγηδόνων) Κύπρ. || Ποίημ. ᾿Σ τουφέκι ἀλλάξαν καὶ σπαθί, τὸ δίχτυ καὶ τ᾿ ἀγκίστρι ΔΣολωμ. 248 (ἔκδ. Κερκ.) β)Ἀγρευτικὸν τῶν πτηνῶν κοιν.:Πιˬάνομαι ᾿ς τ᾿ ἀγκίστρι κοιν. || Φρ. Στένω ἀγκίστρι Στερελλ. (Αἰτωλ.) Χτιˬῶ ἀγκίστρι Κέρκ. Ταγίζω τ᾿ ἀγκίστρι Αἰτωλ. κ.ἀ. Στέν᾿νι τὰ πιδιˬὰ ἀγκίστριˬα γιˬὰ νὰ πιˬάσ᾿νι κιργιˬαρίνις (κίχλας) Αἰτωλ. Τάϊσ᾿ τ᾿ ἀγκίστρι σ᾿ μὶ σκου᾿καντέρις αὐτόθ. 2)Ἐργαλεῖον τῶν ραπτῶν, δι᾿ οὗ κρατοῦν τὸ ραπτόμενον τεταμένον Πελοπν. Συνών. ἀγκίστρης 2. 3)Τὸ ἐξ οὗ ἀναρτοῦν τι, οἷον λύχνον κττ. Σκῦρ. – Λεξ. Κομ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA