ἀγέραστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγέραστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγέραστος ἐπίθ. Βιθυν. Ἤπ. Κέρκ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κοτύωρ.) κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ. ἀγέραστους Μακεδ. (Σιάτ.) κ.ἀ. ἀέραστος Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ.) ἀγήραστος Ἀθῆν. Κυκλ. ἀγήραγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *γεραστὸς<γεράζω. Τὸ ἀγήραστος κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. γῆρας.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ γηράσκων, ὁ πάντοτε φαινόμενος νέος ἔνθ᾿ ἀν.:Ἀγέραστος ἄνθρωπος πολλαχ. Ποῦ εἶ dο τ᾿ ἀέραστό σου ποῦ νὰ τὸ φάῃ ὁ νᾴδης, ὁλημερὶς τςῆ μέρας κάθεται ᾿ς ἕνα δῶμα καὶ πετροβολᾷ με! (ἤτοι νὰ μὴ προφθάσῃ νὰ γηράσῃ, νὰ ἀποθάνῃ νέον, ἐνν. τὸ παιδὶ) Ἀπύρανθ. Γιˬὰ ξάνοιξε τ᾿ ἀέραστο πῶς μὲ πιλαθιάζει! (γιὰ κοίταξε πῶς μὲ πειράζει αὐτὸ τὸ παιδὶ ποῦ νὰ μὴ γεράσῃ! Λέγεται καὶ ὡς ἀρὰ καὶ ὡς θωπεία. Καὶ εἰς τὴν πρώτην με]ν περίπτωσιν σημαίνει εἴθε νὰ ἀποθάνῃ πολὺ ἐνωρὶς χωρὶς νὰ φθάσῃ εἰς γεροντικὴν ἡλικίαν, εἰς δὲ τὴν δευτέραν, εἴθε νὰ μὴ γεράσῃ ποτέ, νὰ εἶναι πάντοτε νέος) αὐτόθ. || Φρ. Γεράματα ἀγέραστα (γῆρας μὴ κατάδηλον) Πάρ. (Συνών. φρ. γεράματα ποῦ τὰ ᾿χει κἀνεὶς καὶ δὲν τοῦ δείχτουν). Συνών. ἀγήρατος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA