ἀγκιστροφάγος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκιστροφάγος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγκιστροφάγος ὁ, ἀμάρτ. ἀγκιοφάγος Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγκιστροφάγος.

Σημασιολογία

1)Πᾶς ἰχθύς, ὅστις κόπτει καὶ ἀφαρπάζει τὸ ἄγκιστρον. Πβ. Ἀριστοτ. Ζῴων ἱστορ. 9,141 «τῷ ὀδόντι τῷ σκληροτάτῳ συνδάκνων διαφθείρει τὰ ἄγκιστρα» Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) Συνών. ἀγκιστροκλέφτης 1. 2)Μεταφ. βράχος ὑποβρύχιος, ὅπου ἐμπλεκόμενα τὰ ἄγκιστρα ἀποκόπτονται Πόντ. (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.) Συνών. ἀγκιστροκλέφτης 2. Β)Ὁ ἁλιεύς, ὁ ὁποῖος χάνει πολλὰ ἄγκιστρα κατὰ τὴν ἁλιείαν Πόντ. (Κερασ.) [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/