ἁγιˬὰ-Δευτέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬὰ-Δευτέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἁγιˬὰ-Δευτέρα ἡ, Πάρ.
Ετυμολογία
Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἁγία καὶ τοῦ οὑσ. Δευτέρα.
Σημασιολογία
Ἁγιˬά Δευτέρα (ἡ λ. σὲν σημαίνει ὡρισμένην ἡμέραν τοῦ ἔτους, καθ᾿ ἣν ὑπάρχει ἀργία διὰ τὴν τελουμένην ἑορτήν, ἀλλ᾿ εἶναι κωμικὸν πλάσμα πρὸς δικαιολογίαν τῆς ἐξ ὀκνηρίας ἀργίας):Παροιμ. Ἁγιˬὰ-Δευτέρα τοῦ Χριστοῦ καὶ Τρίτη καὶ Τετάρτη Πέμπτη καὶ Παρασκευὴ ποτὲ νὰ μὴ σὲ πιˬάσω (ἐπὶ γυναικὸς ὀκνηρᾶς). Πβ. ἁγία-Καθίστρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA