ἀγκλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκλῶ ἀντλῶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἀγκλῶ Κύθηρ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) Πόντ. (Σάντ.) κ.ἀ. ἀgλῶ Θήρ. ἀgλάω Πελοπν. (Μάν.) ἀγκλε͜ιῶ Χίος (Καρδάμ.) ἀγκλίζω Μύκ. Νάξ. Πελοπν. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ἀgλίζω Μύκ. Πελοπν. (Λακων.) ἀγλῶ Θήρ. Λέσβ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Κορων. Φιλότ.) Σῦρ. ἀγλε͜ιῶ Θήρ. Κάρπ. Νάξ. Σῦρ. (Γαλισ.) ᾿γλε͜ιῶ Ἄνδρ. Κάρπ. Κάσ. Νάξ. Νίσυρ. ᾿γλίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Τῆλ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀντλῶ. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ τλ εἰς κλ πβ. σεῦτλον- σεῦκλον κτλ.
Σημασιολογία
Α)Μετβ. 1)Ἀντλῶ ὕδωρ ἀπὸ τοῦ φρέατος, τῆς δεξαμενῆς κττ. Θήρ. Μύκ. Παξ. Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ. (Γαλισ.) Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.): Ἀγλε͜ιῶ νερὸ γιˬὰ νὰ γεμίσω τὸ σταμνὶ Γαλισ. Ἄgλησέ μου νὰ πιˬῶ Θήρ. Ἀgλάω νερὸ ἀπ᾿ τὸ πηγάδι Μάν. Πρῶτα ἀγλε͜ιούσανε τὰ νερὰ μὲ τὸ γεράνι Γαλισ. Αὐτὴ θέλει ν᾿ ἀγκλήσῃ ὅλη τὴ στέρνα (ὅλον τὸ ὕδωρ τῆς στέρνας) Παξ. β)Κενῶ δι᾿ ἀντλήσεως Πελοπν. (Λακων.): Μὲ τὸ κουτάλι ἡ θάλασσα δὲν ἀγκλε͜ιέται. 2)Ἀπαντλῶ τὸ ὕδωρ πρὸς καθαρισμὸν τοῦ περιέχοντος αὐτὸ φρέατος, δεξαμενῆς, κοιλώματος κττ., πλύνω, καθαρίζω Ἄνδρ. Κάσ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ.: Νὰ τήνε ᾿γλήσῃς τὴ βρύσι Νάξ. ᾿Γλε͜ιῶ τοὺς ἀροὺς (κοιλώματα ἐπὶ βράχου) Κάσ. ᾿Γλε͜ιῶ τὸ λάκκο Ἄνδρ. Ἀγκλῶ τὴ στέρνα Λακων. β)Κενῶν τι καθαρίζω αὐτὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λακων.): Ἀγκλῶ τὴ μάντρα Λακων. Ἀγλε͜ιῶ τὸ δῶμα ἀπὸ τὸ χιˬόνι Νάξ. Δὲν ἀγλε͜ιέται τὸ δῶμα, ἕνα γυˬαλὶ εἶναι καμωμένο Ἀπύρανθ. 3)Καθόλου, καθαρίζω, οἷον τὴν οἰκίαν α’πὸ τῶν ἀκαθαρσιῶν, τοὺς αὔλακας ἀπὸ τῶν προσχωμάτων, τοὺς ἀγροὺς ἀπὸ τῶν λίθων, θάμνων κττ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ. Κορων. Φιλότ.) Πελοπν. (Μάν.): ᾿Γλισμένο τό ᾿χεις τὸ σπίτι σου καλὰ καλὰ Ἀπύρανθ. Ν᾿ ἀgλήσῃς τὴν κάμαρα ἀπὸ τοὶς λάσπες Μάν. Τὰ παραώγια, μουρέ, μὴ ξεχάσῃς νὰ ᾿γλήσῃς (παραώγια=ὀχετοὶ) Νάξ. Πῆα δὰ κ᾿ ἤγλησα τὸ χωράφι μου Βόθρ. Πάω νὰ τ᾿ ἀγλήσω, νὰ τὸ περκάψω, νὰ τὸ σπείρω Ἀπύρανθ. Πάμενε ν᾿ ἀγλήσωμὲνε τὸ χωράφι Φιλότ. Καουὰ καουὰ ν᾿ ἀγλήσῃς τὴν ἀπάνω μερεˬά, νὰ κόψῃς τσοὶ βάτοι, ὅουα τὰ χόρτα ποῦ ᾿ναι ᾿κεῖ, γιˬατὶ κάνει μέσα πουτικοὶ (καουὰ=καλά, ὅουα=ὅλα) Κορων. Ἡ σημ. ἤδη καὶ ἐν ἐγγράφῳ τοῦ 1765. 4)Σκάπτω γῆν βαθέως, οὕτως ὥστε νὰ καταστῇ κατάλληλος πρὸς δενδροφυτείαν Νίσυρ. Τῆλ. Πβ. στρεμματίζω. β)Γῆν τέως ἀκαλλιέργητον, μὴ κινηθεῖσαν ὑπὸ τῆς σκαπάνης, μεταβάλλω εἰς ἀγρὸν Τῆλ. Συνών. ἀνοίγω χωράφι. Πβ. καὶ ἄγκλισμα 2. 5)Καταντλῶν, κατακλύζων τι πλύνω, καθαρίζω Πόντ. (Κερασ.). Πβ. κλύζω, διˬακλύζω. 6)Ἐπὶ ρευστῶν, ἀνακινῶ, ἀναταρλαττω, ἀναδεύω Πόντ. (Οἰν.): Ἀντλῶ τ᾿ ᾠβὸν (κτυπῶ τὸ ᾠόν). Πβ. γλυˬῶ. β)Μεταγγίζω μετ᾿ ἀνατάραξιν, οἷον τὸν οἷνον Πόντ. (Οἰν.) 7)Μεταφ. ἀντλῶ, ἀποσύρω, τραυῶ, δαπανῶ Νάξ.: Παροιμ. Ὁ ἄντρας νὰ κουβαλῇ μὲ τὸ τσουβάλι κ᾿ ἡ γυναῖκα ν᾿ ἀγλῇ μὲ τὸ κουτάλι (ὅτι πολλὰ μὲν πρέπει νὰ εἰσάγῃ ὁ ἀνὴρ εἰς τὸν οἷκον, ἀλλ᾿ ἐν τούτοις ἡ γυνὴ μετὰ πολλῆς φειδοῦς ὀφείλει νὰ δαπανᾷ) β)Σπαταλῶ τὰ τοῦ οἴκου Νάξ. (Ἀπύρανθ.):Μὰ γιˬάdα καὶ θὰ τὴ δώσῃς τὴ φανέλλα;…Μὰ σένα ᾿ν᾿ τὸ μάθημά σου ν᾿ ἀγλῇς. Μὴ bιάσῃς πάλι ν᾿ ἀγλήσῃς τὸ ματζέ σου σὰ bέρυσι, νὰ καρυκώσωμε bάλι μέσ᾿ ᾿ς τὸ χειμῶνα (ματζὲς=κλλάριον, νὰ καρυκώσωμε=νὰ ὑποφέρωμεν ἐκ πείνης). Συνών. διˬαγουμίζω. 8)Μανθάνω νέα Νάξ. (Φιλότ.): Θ᾿ ἀγλήσωμε πολλά. Β)Ἀμτβ. 1)Ἀναταράττομαι, ἀνακινοῦμαι Κύθηρ.: Ἀγκλεῖ τ᾿ ἀβγὸ τὸ οὔριο. Ἀγκλεῖ τὸ μπουκάλι (ὅταν δὲν εἶναι ἐντελῶς πλῆρες). Πβ. κουτουκλῶ, λουκλουκίζω. 2)Ἀναβλύζω, ἐκρέω Σῦρ. (Γαλίσ.): Ἀγλε͜ιοῦν τὰ νερά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA