ἀγκομαχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκομαχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκομαχῶ Ζάκ. Κάρπ. Κύθηρ. Κύπρ. Κῶς Μακεδ. (Σισάν.) Μύκ. Πελοπν. (Βυτίν. κ.ἀ.) Σίφν. Χίος ἀgομαχῶ Ἄνδρ. Θήρ. Κρήτ. Πάρ. Πελοπν. Τῆν. ἀγκομαχοῦ Τσακων. ἀγκουμαχῶ Μεγίστ. ἀγκουμαχοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) ᾿γκομαχῶ Τῆλ. ᾿gομαχῶ Κάλυμν. Κρήτ. ᾿γκουμαχῶ Μεγίστ. ᾿gουμαχῶ Σύμ. ἀγκομαχάω Εὔβ. (Κάρυστ.) Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Λάστ.) κ.ἀ. ἀgομαχάω Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων.) Προπ. (Κύζ.) ἀγκουμαχάου Πελοπν. (Καλάμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) ᾿γκουμαχάω Ἤπ. ἀγκουμαχάω Αἴγιν. ᾿gουgουμαχῶ Σάμ. ἀγκομαχοῦμαι Ζάκ. ἀgομαχοῦμαι Ἄνδρ. ἀγκομαχε͜ιοῦμαι Ζάκ. Θρᾴκ. Μῆλ. ἀgομαχε͜ιῶμαι Κεφαλλ. ἀγκομαχε͜ιέμαι Νάξ. Πελοπν. (Δημητσάν.) ἀγκουμαχε͜ιέμι Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν) ἀgομαχε͜ιέμαι Πελοπν. (Λακων.) ᾿γκομαχε͜ιέμαι Σέριφ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀγκομαχῶ, ὃ ἐκ τοῦ ἀγκώνων (=πνευστιῶ) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –μαχῶ, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 251 καὶ ΜΝΕ 1,162. 2,502 καὶ Glotta 2 (1910) 296. Πβ. ἀσκώνω- ἀσκομαχῶ, βογγάω- βογγομαχῶ. Ὁ μέσ. τύπ. ἄνευ διαφορᾶς σημ., ὡς συμβαίνει ἐν πολλοῖς οὐδετέροις. Πβ. στέκω καὶ στέκομαι, τρέμω καὶ τρέμομαι κττ.
Σημασιολογία
1)Ἐνεργ. καὶ μέσ. ἀσθμαίνω, πνευστιῶ ἐκ νόσου, κόπου, καύσωνος, πολυφαγίας κττ. σύνηθ.:Ἦρθε ἀγκομαχε͜ιῶντας ἀπ᾿ τὸν πολὺ δρόμο καὶ τὴν τρεχάλα Αἴγ. Ἀγκομάχαε, γιˬατὶ ἀνέβηκε τὴ σκάλα Παξ. Εἶντά ᾿εις τ᾿ ἀγκομαχᾷς τόσον πολ-λά; Κύπρ. Ἀνέβηκε τὸ βουνὸ κιˬ ἀγκομαχάει Αἴγ. ᾿Γκουμαχῶντα πῆγες ἀπάνω Ἤπ. ᾿Γκουμάχησες, κακομοίρη! Αὐτόθ. Ἤφαες πολλὰ καὶ τώρᾳ ἀγκομαχᾷς Κῶς Ἀγκομαχε͜ιέμαι ἀπὸ τὴ δουλε͜ιὰ Δημητσάν. Ἀγκουμαχε͜ιέτι τ᾿ ἄλουγου Λεπεν. Ἡ γαδούρα ἤπιˬηκε νερὸ καὶ ᾿γκομαχε͜ιέται Σέριφ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Περὶ γέρ. 49 (ἔκδ. Wagner σ. 107) «ἀτόνησε καὶ δὲ μπορεῖ, τάχα ὡσὰν νὰ σκάπτῃ, | ἀγκομαχεῖ συχνὰ συχνὰ καὶ ἡ καρδιά του ἅφτει». Συνών. ἀγκοφορῶ 1. 2)Ἐνεργ. καὶ μέσ. στενάζω, ἐκβάλλω κραυγὴν πόνου κττ. Μύκ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ.) Σύμ. Τῆλ. Τσακων. κ.ἀ.:Ἐμούgριζε κιˬ ἀgομάχα Λακων. Δὲ μπουρεῖ τ᾿ ἄλουγου, γιˬ᾿ αὐτὸ ἀγκουμαχάει Αἰτωλ. Σήμερα ἀγκομαχεῖ ἡ ἀελάδα μας (ἀελάδα=ἀγελάδα) Μύκ. Ἐκοιμᾶτο καὶ ᾿gουμάχε Σύμ. Ἀγκουμάχαγα οὕ᾿ νύχτα ἀπόψι, ἤμ᾿ναν ἄρρουστους Αἰτωλ. Ἀγκομαχε͜ιόμαν ὅλη τὴ νύχτα Πελοπν.|| ᾎσμ. Τραφοπαλεύαν σὰ θεριˬὰ κιˬ ἄγριˬα ἀγκομαχοῦσι Κρήτ. Συνών. ἀγκοφορῶ 2. Πβ. ἀνασύρω, ἀναχανε͜ιοῦμαι, ἀσκομαχῶ, ἀχῶ, βογγῶ, μουγκρίζω. 3)Γογγύζω, ἀγανακτῶ κατά τινος Θρᾴκ. Κεφαλλ. Πβ. Θεομαχε͜ιέμαι. 4)Ἀγωνιῶ, πνέω τὰ λοίσθια, ψυχορραγῶ Ἄνδρ. Ζάκ. Θήρ. Κάλυμν. Κρήτ. Μακεδ. (Σισάν.) Προπ. (Κύζ.) Τῆλ. – Λεξ. Κομ.: Ἀgομαχεῖ ὁ ἄρρωστος Θήρ. Πβ. παραδέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA