ἀβγοθήκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγοθήκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγοθήκι τό,Παξ. ἀβγουθή᾿ Ἤπ. Πληθ. ἀβγουθήτσα τὰ,Μέγιστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγοθήκη. Τὸ β΄ συνθετ. –θήκι κατέστη κατάλ. περιεκτ. δηλοῦσα τὸ πλῆθος καθὼς μαρτυροῦν καὶ τὰ ὅμοια παραδείγματα γυναικοθήκι, συκοθήκι=πλῆθος γυναικῶν, σύκων κττ. Πβ. ΓΧατζιδ. Ἀκαδ. Ἀναγν. 31,305.

Σημασιολογία

1)Πλῆθος ᾠῶν Ἤπ. Μεγίστ. Παξ.: Δὲν ἔκαμε καὶ λίγα αὐτὴ ἡ κόττα, ἀβγουθήκι! (ἤτοι ἐγέννησε πάμπολλα ᾠὰ) Παξ. Πουλὺ ἀβγουθή᾿ γέ᾿σαν οἱ κόττες μας φέτου Ἤπ. Ἀβγουθήτσα τῆς σοπιˬᾶς Μεγίστ. 2)ᾨὸν Μεγίστ.: Φρ. Οὕλοθ θηλυκά ᾿ταν τ᾿ ἀβγουθήτσα της (ἐπὶ γυναικὸς, ἡ ὁποία ἐγέννησε μόνον θήλεα τέκνα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/