ἀβγοκόβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγοκόβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀβγοκόβω σύνηθ. ἀβγουκόβου Θεσσ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τοῦ ρ. κόβω, ὅπερ ἐπὶ τοῦ ᾠοῦ σημαίνει κτυπῶ καὶ διαλύω.

Σημασιολογία

Καρυκεύω φαγητὸν μὲ ἀβγολέμονο (ἰδ. λ.) σύνηθ.: Ἀβγοκόβω τὸ ζουμὶ-τὸ φαεῖ κττ. Σούππα ἀβγοκομμένη. Κρέας μὲ σέλινο ἀβγοκομμένο. Συνών. ἀβγώνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/