ἀβγοκούλ-λα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγοκούλ-λα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβγοκούλ-λα ἡ, Σύμ. ἀβδοκούλ-λα Σύμ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀβγοκουλ-λί.
Σημασιολογία
Μέγας ἄρτος σπειροειδὴς παρασκευαζόμενος τὸ Πάσχα ἐξ ἀλεύρου μετὰ ἀρωματικῶν οὐσιῶν, ἐπαλειφόμενος δι᾿ ἀρωματικοῦ κρόκου διαλελυμένου εἰς τὸ περιεχόμενον ᾠοῦ καὶ φέρων εἰς τὴν ἄνω ἐπιφανείαν ᾠα κόκκινα πασχαλινά: Οἱ φοῦρνοι ἦτον πυρωμένοι ἀπὸ ᾿σπέρας ποῦ κάμναν τὰ βουτυρωμένα των καὶ τοὶς ἀβδοκοῦλ-λες των (ἐκ παραμυθ.) Συνών. ἀβγοκουλ-λί, ἀβγοκούλλικο, ἀβγοκουλούρα, ἀβγοκούλουρο, ἀβγομάννα 2, ἀβγούλλα 2, ἀβκωτὴ (ἐν λ. ἀβγωτός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA