ἀγκούου
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκούου
Τύπος
Λήμμα
Τυπολογία
ἀγκούου Τσακων.
Ετυμολογία
Πιθανῶς ἐκ τοῦ ἀγκυλώνω, ὅθεν ἀγκουώνω- ἀγκούου, ὅπως γλυτώνω- γλυκούου (ἀπὸ τῆς καταλ. –ώσκω). Πβ. GAnagnostopoylos Tsakon Gramm. 48.
Σημασιολογία
1)Συλλαμβάνω τι οἱονεὶ δι᾿ ἀγκίστρου, ἀγκιστρώνω τι, ἀποκτῶ: Ὁ Γιˬάννη δὲν ἀγκοῦτζε τσίπτα (δὲν ἀπέκτησε τίποτε). 2)Ἀμτβ. προσκολλῶμαι που, πιάνομαι ἀπὸ κἄποιον:Ἔνταϊ ἁ σάτη δὲν ἐπορέτζε ν᾿ ἀγκούῃ ίπτα (ἡ θυγάτηρ αὕτη δὲν ἠδυνήθη νὰ ἀκκουμπήσῃ που, εἰς κἀμμίαν οἰκογένειαν, ἵνα εὕρῃ γαμβρόν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA