ἀγκουλιδέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκουλιδέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκουλιδέρα ἡ, ἀγκ᾿λιδέρα Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿γκ᾿λιδέρα Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἴσως ἐκ τοῦ οὐσ. *ἀγκουλίδι- *ἀγκουλιδέρι.
Σημασιολογία
1)Ἡ ἀγκύλη ράβδος, διὰ τῆς ὁποίας καρπολογοῦν: Μὲ τὴν ἀγκ᾿λιδέρα τραύαϊ τὰ κλουνάριˬα κὶ μάζουνι τ᾿ς ἰλα͜ιές. || Φρ. Ἔμαθι δυˬὸ τρεῖς ἀγκ᾿λιδέρις γράμματα τοὺ πιδὶ (ἐπὶ κακοσχήμων γραμμάτων). Συνών. καρακατσούνα, κατσούνα, μαγκουρίτσα. 2)Μακρὰ ἀγκύλη ράβδος, διὰ τῆς ὁποίας ἀνασύρεται ἐκ τῆς νεροτριβιˬᾶς τὸ ὕφασμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA