ἀβγοκούλουρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγοκούλουρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγοκούλουρο τό, Ζάκ. Κρήτ. Παξ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ κουλούρι.

Σημασιολογία

Ἄρτος ἰδίας κατασκευῆς ἐν σχήματι κύκλου διακένου παρασκευαζόμενος τὸ Πάσχα καὶ φέρων ἐπὶ τῆς ἄνω ἐπιφανείας ᾠὰ βαμμένα, συνήθως ἐρυθρὰ Κρήτ. Παξ. κ.ἀ.: Φρ. Νὰν τοῦ δώκουν τ᾿ ἀβγοκούλουρο (νὰ τὸν ἀνταμείψουν διὰ πράγματος μηδαμινῆς ἀξίας. Εἰρων.) Παξ. Κάμε το νὰ πάρῃς τ᾿ ἀβγοκούλουρο! (ἤτοι νὰ κερδίσῃς πολλά, νὰ προκόψῃς! Εἰρων.) αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγοκούλ-λα. Συνήθως κατὰ πληθ. ἀρτίσκοι, κουλουράκια μικρὰ ἐξ ἄχνης ἀλεύρου φέροντα ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας ᾠὰ ἐρυθρά, τὰ ὁποῖα διανέμονται ὑπὸ τῶν ἱερέων εἰς τοὺς ἐνορίτας κατὰ τὸ Πάσχα καὶ φυλάττονται ὑπ᾿ αὐτῶν εὐλαβῶς εἰς τὸ εἰκονοστάσιον τῆς οἰκίας μέχρι τοῦ ἑπομένου Πάσχα, ὅτε ἀντικαθιστάμενα ὑπὸ τῶν νέων συνήθως καίονται Ζάκ.: Μοιράζει ὁ παππᾶς ἀβγοκούλουρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/