ἀβγολιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγολιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγολιˬὰ ἡ,Κύπρ. ἀβκολιˬὰ Κύπρ. ἀφκολιˬὰ Κύπρ.

Ετυμολογία

Ὁ ΑΣακελλάρ. Κυπριακ. 2,423 καὶ ὁ KDieterich Sudl. Sporaden 41 σημείωσ. 8 ἐτυμολογοῦν τὴν λ. ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐκβολὰς, ἀλλ᾿ ὁ ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 20 (1908) 562 ἐκ τοῦ ἐκβολή, ἤτις σημαίνει δίοδον μεταξὺ ὀρέων, ἀντὶ ἀβγολιˬὰ κατὰ μετάθ. Γραμμάτων.

Σημασιολογία

Πλατεῖα αὖλαξ, τάφρος ὀρυσσομένη εἰς τοὺς ἀγροὺς διὰ νὰ παροχετεύωνται τὰ ὕδατα τῶν βροχῶν, ὥστε νὰ μὴ κατακλύζωνται τὰ σπαρτά, ἢ διὰ νὰ προφυλλάτωνται οἱ ἀγροὶ ἀπὸ τὰ ζῷα ἢ διὰ νὰ καθορίζωνται τὰ ὅρια αὐτῶν: Βκάλ-λω ἀβκολιˬὰν (σκάπτω, ὀρύσσω τάφρον). Νὰ βκάλ-λῃς εἰς τὸ χωράφιν σου ἀβκολιˬὲς γιὰ νὰ περνοῦν τὰ νερά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/