ἀβγομαζώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγομαζώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβγομαζώνω Κρήτ. Πάρ. Χίος κ.ἀ. ἀβγομαζών-νω Χίος ἀβγουμαζώνου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Σιάτ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγὸ καὶ τοῦ ρ. μαζώνω.
Σημασιολογία
1)Κακκάζω μέλλουσα νὰ γεννήσω, ἐπὶ τῆς ὄρνιθος Κρήτ. Μακεδ. (Σιάτ.) Πάρ. κ.ἀ.: Ἀβγομαζών᾿ ἡ κόττα Πάρ. Ἀβγουμαζών᾿ ἡ ὄρνιθα Σιάτ.|| ᾎσμ. Ἀφέντη μου, ᾿ς τὴν κάππα σου ἰννεˬὰ χιλιˬάδις ψεῖρις,ἄλλις ᾿ιννοῦν κιˬ ἄλλις κλουσσοῦν κιˬ ἀλλις ἀβγομαζώνουν. (σκωπτικόν ᾿ιννοῦν=γεννοῦν.) Σιάτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγολογῶ Β1. 2)Μεταφ. ὀργίζομαι, ἀγανακτῶ χωρὶς νὰ ἐκδηλώσω τοῦτο Ἤπ. (Ἰωάνν.): Αὐτὸς ὅλου ἀβγουμαζών᾿. Γιˬὰ δές τουν πῶς ἀβγουμαζώ᾿! 3)Πλησιάζω εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς, εἶμαι ἑτοιμοθάνατος Χίος: Δὲ θὰ ζήσῃ πεˬὰ ὁ καηˬμένος, ἀβγομαζώνει! Συνών. ἀβγομαζεύω 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA