ἀβγομάννα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγομάννα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγομάννα ἡ, Κρήτ. Πελοπν. κ.ἀ. Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἀβγουμάννα Θρᾴκ. (Αἴν.) Μακεδ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ μάννα.Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1)Ἡ θήκη τῶν ᾠῶν Λεξ. Περίδ. Βυζ. Συνών. ἀβγοθήκη 1. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. 2)Ἄρτος πασχαλινὸς ζυμωμένος μετὰ γάλακτος ἔχων σχῆμα ἐπίμηκες καὶ σπειροειδῶς συνεστραμμένον, ὥστε νὰ φαίνεται πλεκτόν, καὶ φέρων κατὰ διαστήματα παρεμβεβλημένα ᾠὰ. Ἐκ τοῦ ἄρτου τούτου τρώγοντες τὸ πρῶτον κατὰ τὴν ἐορτῆν τοῦ Πάσχα καταλύουν τὴν νηστείαν Κρήτ.: Πότε νὰ ᾿ρθῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη νὰ κόψωμε τὴν ἀβγομάννα! Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγοκούλ-λα. 3)Τὸ διαρκῶς ἐν τῇ φωλεᾷ τῶν ὀρνίθων μένον ᾠὸν διὰ νὰ προσελκύῃ αὐτὰς νὰ γεννοῦν ἐκεῖ Θράκ. (Αἶν.) Μακεδ. κ.ἀ. Συνών. ἀβγότοκο, ἀποτόκι, ἀποφώλι, πρόσαβγο, προσφώλι, πρόσφωλος, φώλι, φωλίτης, φῶλος. 4)ᾨὸν μέγα (τὸ β΄ συνθετ. χρησιμοποιεῖται ὡς κατάλ. μεγεθ. Πβ. καὶ ἀγγουρομάννα, καβουρομμάνα=μέγα ἀγγούρι, μέγα καβούρι κτλ.) Κρήτ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.)κ.ἀ. Συνών. ἀβγούκλα, ἀβγούλλα 1,ἄβγουλλας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/