ἀβγομάτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγομάτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβγομάτι τό, ἀμάρτ. ἀβγομάτ᾿ Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Πληθ. ἀβγομάτιˬα Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Προπ. (Κύζ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ μάτι. Ὁ πληθ. ὅπως καὶ ὁ ἑνικ. ἐκ τῶν κατὰ παράταξιν συνεκφερομένων λ. ἀβγὰ μάτιˬα, ὡς λέγεται ἀλλαχοῦ.

Σημασιολογία

ᾨὸν τηγανιζόμενον ἄνευ ἀναμείξεως τοῦ λευκώματος μετὰ τοῦ κρόκου, ὅστις διὰ τοῦτο ἐμποιεῖ τὴν αἴσθησιν ὀφθαλμοῦ, ἢ βραζόμενον ἐν ὕδατι ὁμοίως ἅνευ συμφύρσεως καὶ καρυκαυόμενον συνήθως διὰ βουτύρου, ἐνίοτε καὶ τυροῦ ἔνθ᾿ἀν.: Ψημένο ἀβγομάτ᾿ Σηλυβρ. Μαγερεύω ἀβγομάτιˬα Ἀθῆν. Ἔκαμνε ᾿ς τὴ φωτιˬὰ ἀβγαμάτιˬα Σαρεκκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/