ἀγιˬαρντίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγιˬαρντίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγιˬαρντίζω ἀγιˬαρdίζω Ἀθῆν. κ.ἀ. – Λεξ. Περίδ. Βυζ. Μ. Ἐγκυκλ. ἀγιˬαρdίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. ayartmak.

Σημασιολογία

Ἀποπλανῶ, ἐξαπατῶ ἔνθ᾿ ἀν.:Μὴ μοῦ τὴν ἀγιˬαρdίζετε τὴν ἀγαπητική μου Μ. Ἐγκυκλ. Συνών. ξελογιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/