ἀγκούφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκούφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκούφι τό, ἀμάρτ. ἀγκούφ᾿ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀgούφ᾿ Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὄργανον ταλασιουργικόν, ἤτοι ράβδος διχαλωτὴ μὲν εἰς τὸ ἓν ἄκρον, φέρουσα δὲ κεραίαν εἰς τὸ ἕτερον, ἢ φέρουσα κεραίας καὶ εἰς τὰ δύο ἄκρα, ἐπὶ τῶν ὁποίων περιτυλίσσουν τὸ νῆμα ἀπὸ τοῦ ἀτρακτίου. Συνών. ἀγκάλιστρος 2, τυλιγάδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA