ἀβγότοκο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβγότοκο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβγότοκο τό, Ἀθῆν. Εὔβ. (Κύμ. κ.ἀ.) ἀβγόκοττο Εὔβ. (Κάρυστ.)
Ετυμολογία
Ἐκ συμφύρ. τῶν οὐσ. ἀβγὸ καὶ ἀπὸτοκο. Ὁ τύπ. ἀβγόκοττο ἐγεννήθη διὰ τῆς ἀντιμεταθέσεως τῶν φθογγ. κατὰ παρετυμ. πρὸς τὸ κόττα.
Σημασιολογία
ᾨὸν μένον διαρκῶς ἐν τῇ φωλεᾷ, ὑπὸ τοῦ ὁποίου προσελκυόμεναι αἱ ὄρνιθες γεννοῦν ἐκεῖ καὶ οὐχὶ ὅπου τύχῃ ἔνθ᾿ ἀν.: Βάζω τ᾿ἀβγότοκο ᾿ς τὴν κόττα Ἀθῆν. Τὸ᾿ φαγε τ᾿ ἀβγότοκο ἡ κόττα αὐτόθ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀβγομάννα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA