ἀγιˬατρεψιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιˬατρεψιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγιˬατρεψιˬὰ ἡ, Πελοπν. (Καλάβρυτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀγιˬάτρευτος κατὰ παρασχετισμὸν πρὸς τὸ γιˬάτρεψα ἀόρ. τοῦ ρ. γιˬατρεύω. Πβ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ μὴ θεραπεύεταί τις:Ἔχει ἀγιˬατρεψιˬὰ (πάσχει ἀνιάτως).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA