ἀγκύλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκύλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀγκύλα ἡ, Τῆν. Τσακων. Χίος κ.ἀ.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀγκύλι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Κέντρον, ἄκανθα ἔνθ᾿ ἀν.:Μοῦ μπῆκε ᾿ς τὸ πόδι μιˬὰ ἀγκύλα Χίος || Μεταφ. φρ. Εἶναι μιˬὰ ἀγκύλα! (ἐπὶ τοῦ ἐνοχλοῦντος, τοῦ πειράζοντος) αὐτόθ.|| ᾎσμ. Ἀσπάλαθος θενὰ γενῶ, ἀγκύλα ν᾿ ἀγκυλώσω ἀγν. τόπ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Σομ. Συνών. ἀγκίδα 5. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA