ἀβγουδεὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβγουδεὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβγουδεˬὰ ἡ, Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβγούδι.

Σημασιολογία

Εἴδη μανδραγόρου καὶ ἰδίως μανδραγόρας ὁ φαρμακευτικὸς (mandragoras officinarum) τῆς τάξεως τῶν στρυχνοειδῶν (solanaceae), παράγων καρποὺς ᾠοειδεῖς, «μῆλα οὔοις ἔμφερῇ» (Διοσκορ. 4,76), καὶ ἔχων ρίζας ἀνθρωποσχήμους, τὸ ἀρχ. ἀνθρωπόμορφον. Συνών. ἀβγαρῖνα, ἀβγουλλεˬὰ 2, καλάνθρωπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/