ἁγιγεˬωργίτικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιγεˬωργίτικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁγιγεˬωργίτικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἁιγεˬωργίτικος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) ἁγεˬωργίτικος Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων.) ἁγεˬωργίτικο τό, Σαλαμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἁγιγεˬωργίτης. Περὶ τῆς φωνητικῆς γενέσεως τοῦ τύπ. ἁγεˬωργίτικος πβ. ἁγιγεˬωργιˬάτης καὶ ἁγιγεˬωργίτης.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἅγιον Γεώργιον ἔνθ᾿ ἀν:Ἁιγεˬωργίτικο ἀρνὶ (ἀμνὸς προωρισμένος νὰ σφαγῇ τὴν ἑορτὴν τοῦ ἁγίου Γεωργίου 23ην Ἀπριλίου. Συνών. ἁγιγεˬωργιˬάτης 1, ἁγιγεˬωργίτης 1) Καλάβρυτ. 2)Τὸ οὐδ. ἁγεωργίτικο οὐσ., τὸ φυτὸν χαμαίμηλον τὸ κοινόν, δι᾿ ὃ πβ. ἅγι-Γεˬώργις 1 καὶ ἁγιˬολούλουδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/